Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Τι θερίζει..;;Είναι πολύ απλό: ό,τι έσπειρε.Toυ Νίκου Μπίστη

Πέμπτη, 8 Σεπτεμβρίου 2011



 Τον παρακολουθούσα με θλίψη σε μια κατά τα άλλα υποτονική συνδιάσκεψη να προσπαθεί να απαντήσει στα συνθήματα της ΠΑΣΠ κατά του νόμου για την Ανώτατη Εκπαίδευση
 
«Ο νόμος της Αννούλας, θα μείνει στα χαρτιά» (δηλαδή ο νόμος που στήριξε ο Παπανδρέου και ψήφισε το ΠΑΣΟΚ), 
 
«Το άσυλο ανήκει σε όλο τον λαό» (μεγίστη πλάνη: το άσυλο ανιάτων ανήκει σε όλο τον λαό, το ακαδημαϊκό ανήκει στην Πανεπιστημιακή κοινότητα και αφορά διακίνηση ιδεών) και τέλος στο σουρεαλιστικό «ΠΑΣΠ ιδέα… πεθαίνει τελευταία»
 
Θα μπορούσα ακόμα και να τον χειροκροτήσω για την σταθερή του στάση αλλά έμεινα στη θέση μου με τα χέρια κάτω. Γιατί για την κατάσταση στο ΠΑΣΟΚ, στην νεολαία του και σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που αντιδρούν επιθετικά σε κάθε απόπειρα μεταρρύθμισης βαφτίζοντας την νεοφιλελεύθερη (έτσι δεν αποκαλούσαν την μεταρρύθμιση Γιαννίτση που θα έκανε ήδη από το 2001 βαθειά και ζωογόνο τομή στο ασφαλιστικό σύστημα;) την κύρια ευθύνη έχει ο ίδιος ο Παπανδρέου. 
 
Για την πλήρη αποιδεολογικοποίηση του κόμματος, την οργανωτική του αποδιάρθρωση με το εφεύρημα της συμμετοχικής δημοκρατίας έχει την αποκλειστική ευθύνη. 
 
Ορισμένοι έμπιστοι και κάποιοι μεγαλοδημοσιογράφοι αναλυτές καλλιέργησαν την άποψη ότι μπορεί και μόνος του, με την απευθείας σχέση που του εξασφαλίζει το όνομα του με τις «μάζες» και την εναρμόνιση με  τα «θέλω» της κοινωνίας. Μόνο που η κοινωνία αντιδρά ενίοτε δύστροπα και αντιφατικά. Γι’ αυτό υπάρχουν τα κόμματα, για να διαμεσολαβούν. 
 
Δεν καθαγιάζω το κομματικό σύστημα, είναι γνωστές οι παθογένειες του, όμως όσοι νόμισαν ότι μπορούν να περάσουν από πάνω του και να συνεννοηθούν απευθείας με τον λαό αργά η γρήγορα γκρεμοτσακίστηκαν.
 
Η μεγαλύτερη, όμως ευθύνη του , που την πληρώνει πανάκριβα τώρα, είναι ότι συστηματικά μέχρι το 2010, με αποκορύφωμα το 2007 κατά την περίοδο της εσωκομματικής σύγκρουσης για την προεδρεία του ΠΑΣΟΚ απονομιμοποίησε στην συνείδηση μεγάλου μέρους του κόμματος και του λαού την περίοδο του εκσυγχρονισμού. 
 
Απώθησε τον Σημίτη εκτός και εναγκαλίσθηκε όλους όσους κατά την περίοδο 1996- 2004 πολεμούσαν λυσσαλέα μια πολιτική που ο ίδιος ο Παπανδρέου την υπηρέτησε αδιαμαρτύρητα και – πρέπει να πω- με επιτυχία. 
 
Μοιραία βρέθηκε να είναι κεφαλή σε λάθος και ξένο σώμα ενώ άφησε ανθρώπους του τότε στενού του περιβάλλοντος(που τώρα η βρίσκονται εκτός ΠΑΣΟΚ η σταδιακά και με επιταχυνόμενους ρυθμούς στελεχώνουν την λεγόμενη «αριστερή» αντιπολίτευση, δηλαδή το βαθύ και εχθρικό προς κάθε μεταρρύθμιση ΠΑΣΟΚ) να καταγγέλλουν εκείνη την περίοδο με πάθος που ορισμένες φορές έφτανε στα όρια του μίσους.
 
Να ανοίξω εδώ μια παρένθεση: Δεν ισχυρίζομαι ότι η περίοδος Σημίτη πρέπει να είναι υπεράνω κριτικής και πολύ περισσότερο ότι όλα ήταν καλώς καμωμένα. Υπήρξαν προβλήματα και συμπεριφορές που μας πλήγωσαν. Ούτε εισηγούμαι επιστροφή σε αυτήν κατ’ αναλογία εκείνων που νοσταλγούν μια επιστροφή στο «καλό και αριστερό ΠΑΣΟΚ του Αντρέα» ξεχνώντας ότι έβαλε τις βάσεις για τον σημερινό δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Όχι, κάθε περίοδος θέλει πρωτότυπες και φρέσκες προτάσεις.
 
Όμως από εκείνη την περίοδο ήταν απαραίτητο να κρατήσουμε την χρησιμότητα ενός συνολικού σχεδίου χωρίς το οποίο δεν θα είχε σήμερα η χώρα την μοναδική λαβή που λέγεται ΟΝΕ, την εμμονή σε προώθηση μεταρρυθμίσεων πολλές φορές σε αντίθεση με μεγάλα αδρανή η και εχθρικά τμήματα της λεγόμενης κοινής γνώμης( ταυτότητες, εξωτερική πολιτική κλπ). 
 
Το τίμημα του εναγκαλισμού του Παπανδρέου με τους αντιπάλους του εκσυγχρονισμού έγκειται ακριβώς σε αυτό το σημείο. Κέρδισε τις εκλογές χωρίς σχέδιο, άργησε να αντιληφθεί το μέγεθος της κρίσης, έλεγε μαζί με τους διάφορους «αριστερούς» του ΠΑΣΟΚ ότι «λεφτά υπάρχουν», διαπραγματεύτηκε με το πιστόλι στον κρόταφο και όχι στο τραπέζι, όπως αρχικά νόμιζε.
 
Η χώρα έμεινε με μοναδικό σχέδιο το μνημόνιο που με τις οριζόντιες περικοπές επι δικαίων και αδίκων  και με τα συνεχή μέτρα που «δεν ήταν μεν αναγκαία» αλλά τελικά λαμβάνονταν, εξάντλησε την υπομονή του κόσμου της μισθωτής εργασίας που αποτελεί τον κορμό της κεντροαριστεράς και το εφαλτήριο για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.
 
Και όταν επιτέλους αποφασίζει με μεγάλη καθυστέρηση και με τεράστια γκρίνια εκ των έσω να προχωρήσει σε υπερώριμες μεταρρυθμίσεις στο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, στην εκπαίδευση, στον εξορθολογισμό του δημοσίου βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα σώμα που αρνείται να ακολουθήσει το στρίψιμο της κεφαλής. 
 
Στην ζωή δεν γίνεται να τα έχεις μονά ζυγά δικά σου, να νομίζεις ότι έχεις πάντα δίκιο και να έχεις την απαίτηση οι άλλοι να σε ακολουθούν αδιαμαρτύρητα.
 
Όταν για χρόνια τους διαπαιδαγωγείς λάθος , λάθος θα αντιδράσουν. Όταν σπέρνεις ανέμους, θερίζεις θύελλες.
 
ΣΣ: Ο Νίκος Μπίστης με την παρέμβασή του αυτή,από τη μία πλυρά καταθέτει τη γνώμη του με καθαρό και κριτικό τρόπο για το έργο της σημερινής κυβέρνησης αποδίδοντας τις ευθύνες για μια σειρά αποτυχημένων πολιτικών της  στον ίδιο τον Πρωθυπουργό και  από την άλλη αναφερόμενος στην κυβερνητική  περίοδο Σημίτη, στην οποία μάλιστα διετέλεσε Υφυπουργός, ασκεί και εδώ την κριτική του και για άσκοπες πολιτικές αλλά και για καθυστερήσεις του έργου της τότε κυβέρνησης. Όμως είναι φανερή η διάθεσή του να προικοδοτήσει με ευμενή σχόλια το κατόρθωμα της κυβέρνησης Σημίτη, να φέρει σε πέρας το στόχο που είχε θέσει για να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στην ΟΝΕ. Καμμία αντίρρηση για αυτό που είναι δικαίωμά του. Δικαίωμά  όμως και δικό μας είναι να υπενθυμίσουμε στον αγαπητό κ Μπίστη ότι τελικά αυτή η επιλογή Σημίτη και ο τρόπος με τον οποίο επιτεύχθηκε ο στόχος (έκδοση ομολόγων Goldman,  παραποίηση οικονομικών στοιχείων κλπ,)είναι η αρχή του σημερινού αδιεξόδου της χώρας. Γιαυτό το λόγο να μην αισθάνεται τόσο δικαιωμένος και τόσο υπερήφανος για μια κατάσταση που ενδέχεται στο εγγύς μέλλον να αξιολογηθεί πολύ διαφορετρικά και να ζητηθούν σοβαρά οι ευθύνες που αναλογούν στους εμπευστές, δημιουργούς και εκτελεστές του όλου σχεδίου. Έτσι συμφωνούμε απόλυτα με τον τίτλο του θέματός του: ''Όταν σπέρνεις ανέμους, θερίζεις θύελες'' σιμπληρόνοντάς τον με έναν ακόμη τίτλο δικής μας έμπνευσης: Για ποιον κτυπά η καμπάνα; 

Δεν υπάρχουν σχόλια: