Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2012

Όταν Λαός και Στρατός γράφουν σελίδες δόξας και τιμής....


Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το αρθρο του Δ.Καζάκη: 
  ''Ετοιμάζουν ένα νέο «αντιμνημονιακό» ξεπούλημα του λαού…''

Την νύχτα της 10ης προς την 11η Οκτωβρίου 1862, ύστερα από εξέγερση της στρατιωτικής φρουράς και του λαού των Αθηνών κατελύθη η δυναστεία του Όθωνα. Ακολούθησε η εκλογή της Β' Εθνικής Συνελεύσεως η οποία ανέλαβε να συντάξει το νέο Σύνταγμα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι  η εξέγερση συγκέντρωνε ορμή στα κατάβαθα της κοινωνίας από το 1859. Είχαν προηγηθεί επιμέρους εξεγέρσεις των οποίων η καταστολή ήταν απερίγραπτη, όπως π.χ. του Ναυπλίου τον Φεβρουάριο του 1862. Για την καταστολή των εξεγερμένων χρησιμοποιήθηκε τακτικός στρατός και χωροφυλακή με επικεφαλής έναν Ελβετό στρατηγό, τον Εμ Χαν. Το αίμα από την καταστολή του εξεγερμένου λαού του Ναυπλίου από τον στρατό και μάλιστα υπό την ηγεσία ξένου στρατηγού, ήταν η αφορμή για πολλούς αξιωματικούς της εποχής να συνειδητοποιήσουν ότι δεν μπορούσαν να είναι οργανέτα στα χέρια μιας αντιλαϊκής εξουσίας. Κέντρο ζύμωσης των επαναστατικών ιδεών ήταν το πυροβολικό.

Τον Οκτώβριο τα πράγματα είχαν οδηγηθεί στα άκρα. Από την μια η οργή του λαού κορυφωνόταν και από την άλλη οι άνθρωποι του παλατιού, η χωροφυλακή, οι πιστές δυνάμεις στον Όθωνα, αλλά και διάφοροι «εθελοντές» που είχαν συγκεντρωθεί για να επιβάλλουν την «έννομη τάξη» είχαν αρχίσει πογκρόμ συλλήψεων προκειμένου να κρατήσουν πάσει θυσία την πρωτεύουσα. Η κατάσταση βάδιζε καθαρά είτε προς λαική εξέγερση, είτε προς ανοιχτή δικτατορία του βασιλιά.

Γύρω στις 8:30 μ.μ. με ένα βαρελότο που άναψε από τους βορεινούς βράχους της Ακρόπολης, υποτίθεται ότι θα δινόταν το σύνθημα του γενικού ξεσηκωμού. Μια ομάδα στρατιωτικών είχε σχεδιάσει την εξέγερση σε συνεννόηση με τους πολιτικούς ηγέτες της αντιπολίτευσης.

 Με το σύνθημα θα έπρεπε οι μονάδες πυροβολικού, ιππικού και σκαπανέων να βγουν από τους στρατώνες και να καταλάβουν το Σύνταγμα για να διακηρύξουν την έκπτωση του Όθωνα. Όμως τίποτε δεν έγινε. Σκόρπιοι πυροβολισμοί μέσα στην νύχτα, χωρίς κανείς να γνωρίζει τι σήμαιναν. Οι κομματάρχες της αντιπολίτευσης είχαν κρυφτεί στα σπίτια τους και περίμεναν να ξημερώσει για να δουν τι έχει γίνει. Ο στρατός στους στρατώνες δίσταζε να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει.

Ο μόνος που έδρασε σύμφωνα με το σχέδιο ήταν ο ταγματάρχης πυροβολικού Δημήτρης Παπαδιαμαντόπουλος, γόνος ήρωα της επανάστασης και διοικητής του ορεινού πυροβολικού της φρουράς των Αθηνών.

 Μόλις είδε το σύνθημα, ο Παπαδιαμαντόπουλος διατάσσει, χωρίς δεύτερη σκέψη, γενικό συναγερμό. Σε ελάχιστο χρόνο έξω από τον στρατώνα της Παλιάς Καζάρμας στο Μεταξουργείο, είχαν παραταχθεί σε θέσεις μάχης έτοιμα να ανοίξουν πυρ προς το παλάτι, όλα τα στοιχεία της μονάδας του ορεινού πυροβολικού. Ο Παπαδιαμαντόπουλος, ανεβασμένος πάνω σε ένα φορέα πυρομαχικών ορεινού πυροβόλου, απευθύνεται στους στρατιώτες του γεμάτος συγκίνηση. Τους θυμίζει την κατάντια της πατρίδας, τις ζωντανές, ακόμα, μνήμες του εικοσιένα, την 3η του Σεπτέμβρη και τους καλεί να δώσουν την ζωή τους αν χρειαστεί για την ελευθερία του λαού και το μεγαλείο της πατρίδας. Οι πυροβολητές απαντούν με ζητωκραυγές και μια ομοβροντία των ορεινών πυροβόλων τους.

Όμως καμιά άλλη μονάδα της φρουράς δεν κινήθηκε. Μόνο το ορεινό πυροβολικό είχε παραταχθεί μπροστά από την Παλιά Καζάρμα και περίμενε διαταγές από μια επαναστατική ηγεσία που δεν υπήρχε. Αλλά ο Παπαδιαμαντόπουλος ήταν αποφασισμένος να δώσει και την ζωή του ακόμη, παρά να συνεχιστεί η κατάντια της πατρίδας. Κι έτσι παρέμενε στις θέσεις του.

Πρέπει να ξέρετε ότι τότε ο στρατός ήταν μισθωτός, επαγγελματικός. Παρ’ όλα αυτά, όπως εύστοχα παρατηρεί ο ιστορικός Δ. Φωτιάδης, «για μια φορά ακόμα ο στρατός – αυτός ο μισθωτός στρατός του Όθωνα – πιστός στις παραδόσεις του εικοσιένα, ξεχυνόταν στους δρόμους να υπηρετήσει όχι το θρόνο, μα το λαό.»[1]  

Εν τω μεταξύ οι ώρες περνούσαν και δεν γινόταν τίποτε σοβαρό. Έτσι κοντά στα μεσάνυχτα μια χούφτα νέων γύρω στους πενήντα συναντήθηκαν στο σπίτι του Όθωνα Ι. Μακρυγιάννη, εξέτασαν την κατάσταση, είδαν την αναποτελεσματικότητα του σχεδίου εξέγερσης και αποφάσισαν να πάρουν αυτοί την κατάσταση στα χέρια τους. Είπαν λοιπόν να βγουν στους δρόμους με συνθήματα: Ζήτω η Ελευθερία, Κάτω οι Τύραννοι!

Κινήθηκαν αρχικά προς το καφενείο «Ωραία Ελλάς» που βρισκόταν στη διασταύρωση Ερμού και Αιόλου και για 45 χρόνια αποτέλεσε το κέντρο της πολιτικής ζύμωσης του νεοσύστατου κράτους. Στο δρόμο προς το καφενείο ενώθηκαν μαζί τους κι άλλοι. Αρκετοί απ’ αυτούς έφεραν όπλα. Όταν έφτασαν στο καφενείο διασταυρώθηκαν με περίπολα χωροφυλάκων και «εθελοντών». Έπεσαν ντουφεκιές, κυρίως για εκφοβισμό, αλλά οι νέοι δεν φοβήθηκαν. Ήταν δεν ήταν 100. Αντί να διαλυθούν αποφάσισαν να κινηθούν προς το Μεταξουργείο με σκοπό να φτάσουν στην πλατεία της Παλιάς Καζάρμας, όπου υπολόγιζαν να βρουν τον ηρωικό Παπαδιαμαντόπουλο και τους πυροβολητές του, που αν και αποκαρδιωμένοι από την απραξία των άλλων, συνέχιζαν να κρατούν τις θέσεις τους.

Στο δρόμο όμως συνάντησαν ένα μικρό τμήμα ένοπλων επαναστατών (καμιά εκατοστή) με επικεφαλής τον Δ. Καλλιφρονά. Τα όπλα που είχαν ήταν της εποχής του ’21 και τα περισσότερα άχρηστα για ένοπλη σύγκρουση, αλλά και μόνο η εμφάνιση μιας άρτια οργανωμένης ομάδας με πειθαρχία έδωσε θάρρος στους νέους και άρχισαν να κραυγάζουν πιο δυνατά, Ζήτω η Ελευθερία, Κάτω οι Τύραννοι.

Τα όπλα των επαναστατών μπορεί να ήταν άχρηστα για μάχη, αλλά ήταν ιδανικά για να ξυπνήσουν την κοιμισμένη Αθήνα. Οι πυροβολισμοί στον αέρα και οι ζητωκραυγές έδωσαν θάρρος και στους πολίτες που μέχρι τότε ήταν αμέτοχοι θεατές, αγουροξυπνημένοι πολλοί απ’ αυτούς από την φασαρία. 

Η εικόνα των αποφασισμένων νέων και του πειθαρχημένου τμήματος του Καλλιφρονά, που αρκετοί πίστεψαν ότι ήταν στρατιωτικό άγημα με πολιτικά και συμπέραναν ότι ο στρατός είχε ενωθεί με το λαό, έδωσαν θάρρος σε πολλούς να ενωθούν μαζί τους. Άρχισαν να ανηφορίζουν προς την πλατεία Συντάγματος. Σε ολόκληρη την διαδρομή τα παράθυρα άνοιγαν και χαιρετούσαν τους επαναστάτες που συντεταγμένα προχωρούσαν. Ήξεραν ότι ολόκληρη η συνοικία του Συντάγματος είχε ισχυρή περιμετρική φύλαξη από στρατό και χωροφυλακή για να μην μπορούν να φτάσουν οι εξεγερμένοι στο παλάτι. Κανείς δεν ήξερε τι θα γινόταν όταν οι αντίπαλες πλευρές έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο.

Όμως ο απλός κόσμος συνέχιζε να κατεβαίνει στους δρόμους, συστήνονταν και αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο και κατόπιν ενώνονταν με τους επαναστάτες. Άρχισαν να ακούγονται επαναστατικά στιχάκια, εμβατήρια στο ρυθμό των ιταλικών επαναστατικών εμβατηρίων των Γαριβαλδινών, όπως αυτό που παραθέσαμε.

Αυτό όμως που κυριαρχεί από παντού είναι το απαγορευμένο έως τότε τραγούδι του Σοφοκλή Καρύδη:

Έως πότε η ξένη ακρίδα,
Έως πότε κουφός Βαυαρός,
Θα γυμνώνει τη δόλια πατρίδα;
Εγερθήτε, αδέλφια, εμπρός!

Ο πατήρ τον υιόν να σπαράζη
Αδελφός τον αδελφόν να κτυπά
Και ο φίλος τον φίλον να σφάζη,
Ούδ’ η τίγρης αυτή το βαστά.

Αλλ’ ο ξένος σκληρότερος είναι
Κι απ’ αυτά του βουνού τα θεριά,
Το κηρύττον αι μάχαι εκείναι,
Που σπάραξαν Ελλήνων παιδιά.

Μίαν έχομεν όλοι μητέρα,
Μίαν πίστιν ένα θεόν,
Όλοι πνέομεν έναν αέρα,
Τον αυτόν συγκροτούμε λαόν.

Η διχόνοια όθεν ας λείψη
Μεταξύ μας ας παύση η σφαγή,
Διότι κλαίει ο θεός από τα ύψη
Κι οι εχθροί μας γελούν εις την γη.

Οι γυναίκες και οι ηλικιωμένοι από τα ανοιχτά παράθυρα χειροκροτούσαν, έραιναν με άνθη τους εξεγερμένους και ζητωκραύγαζαν μαζί τους: Ζήτω η Ελευθερία, Κάτω οι Τύραννοι.  Μέχρι να φτάσουν στο ύψος της Καπνικαρέας ο αριθμός των συγκεντρωμένων είχε φτάσει τις 5.000 και εκτός από τα αρχικά συνθήματα, είχαν αρχίσει να κυριαρχούν, σχεδόν αυθόρμητα, και συνθήματα υπέρ της δημοκρατίας. Ζήτω η δημοκρατία, φώναζαν πολλοί.

 Ο εξεγερμένος λαός δεν ήθελε να διώξει μόνο τον Όθωνα και την «ξένη ακρίδα», αλλά να ξεμπερδέψει με τον θεσμό της βασιλείας γενικά. Νέα Εθνοσυνέλευση, νέο δημοκρατικό Σύνταγμα, ήταν η πρόταση που συγκινούσε ιδιαίτερα τον κόσμο.

Για τα πολιτικά πράγματα της εποχής, το να φωνάζει κάποιος υπέρ της δημοκρατίας, ήταν σαν να διαδηλώνει κάποιος υπέρ του κομμουνισμού την εποχή Μακάρθι στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950, ή στην Ελλάδα την εποχή μετά τον εμφύλιο. Παρ’ όλα αυτά τα πάθη και οι διαχωριστικές γραμμές είχαν πέσει μέσα στον λαό. Η διχόνοια και ο φατριασμός δεν είχαν θέση. Οι ίδιες οι μάζες είχαν επιβάλει την δημοκρατία στις γραμμές τους.

Όταν έφτασε στην περιοχή του Συντάγματος, οι στρατιώτες των περιπόλων, αν και είχαν αυστηρές διαταγές να μην αφήσουν κανέναν να περάσει, ενώθηκαν με τον λαό. Λίγο πριν είχε ενωθεί με τους εξεγερμένους και το τάγμα σκαπανέων, που είχε στασιάσει και είχε βγει από τον στρατώνα ακούγοντας τα συνθήματα των ξεσηκωμένων.

 Μαζί τους ήταν και μια διλοχία πυροσβεστών. Οι σκαπανείς μαζί με τους πυροσβέστες στέκονταν μπροστά με πλήρη στολή και φόρτο, με τις πολεμικές σημαίες του τάγματος να ανεμίζουν και με πειθαρχία στρατιωτική για να πέσουν πρώτοι αυτοί, αν χρειαστεί, προκειμένου να προστατεύσουν τους νέους και τον λαό που ακολουθούσε.

Οι αξιωματικοί τους στέκονταν επικεφαλής με το ξίφος γυμνό επ’ ώμου και με καμάρι τέτοιο που ποτέ ξανά δεν είχαν δει οι Αθηναίοι σε καμιά παρέλαση με φανφάρες και φτερά. Ήταν έτοιμοι να δεχτούν αυτοί τις πρώτες βολές από τα στρατιωτικά περίπολα, τους χωροφύλακες και του «εθελοντές» που φρουρούσαν το Σύνταγμα.

 Ο λαός το ήξερε αυτό, το έβλεπε με τα μάτια του και δυναμώνοντας τα συνθήματα του, τις ζητωκραυγές του και τα χειροκροτήματα, τους έδινε ακόμη μεγαλύτερο θάρρος και υπερηφάνεια γιατί στο πρόσωπό τους, τη στάση τους, το αγέρωχο βάδισμά τους μπροστά στον κίνδυνο επένδυε ένα ολόκληρο έθνος το μέλλον του.

 Κανένα άλλο πεδίο της τιμής, σε κανένα θέατρο μάχης, δεν θα μπορούσε να τιμήσει περισσότερο τους ήρωες του καθώς προχωρούσαν με τις πολεμικές σημαίες τους έτοιμες να βαφτούν στο αίμα όχι με ξένου εντολή, όχι για το συμφέρον των μεγάλων, αλλά για το καθήκον τους που βαθιά μέα τους ένιωθαν ότι έχουν απέναντι στο λαό τους και το έθνος.

Ορισμένοι μάλιστα επτανήσιοι που υπηρετούσαν στους σκαπανείς και τους πυροσβέστες σκάρωσαν μια πατριωτική καντάδα που τραγουδούσαν καθώς ανέβαιναν προς το Σύνταγμα:

Φύγε, ξένε, φύγε, ξένε
Την πατρίδος μας την γην
Επειδή το έθνος τώρα
Σ’ αφαιρεί πάσαν ισχύν.
  
Μαζί με τους εξεγερμένους είχαν ενωθεί και πολλοί κληρικοί που παρά το γεγονός ότι ήξεραν τον αφορισμό που θα εισέπρατταν από την ιεραρχία, δεν κρατήθηκαν κι έτσι με τον σταυρό στο χέρι και την αγιαστούρα τους να ευλογούν τους επαναστάτες ενώθηκαν μαζί τους.

Όταν έφτασαν μπροστά στα στρατιωτικά περίπολα και η μάχη φαινόταν αναπόφευκτη, πρώτοι οι αξιωματικοί διέταξαν τους στρατιώτες τους να ενωθούν με τους εξεγερμένους. Όμως ακόμη και χωρίς διαταγή, πάλι οι στρατιώτες των περιπόλων θα είχαν ενωθεί με τους εξεγερμένους. Η υπακοή στο έθνος, που αντιπροσώπευαν οι εξεγερμένοι, ήταν πολύ πιο ισχυρή από την υπακοή σε οποιαδήποτε αντίθετη διαταγή.

Μόλις οι χωροφύλακες και οι «εθελοντές» είδαν τους στρατιώτες να ενώνονται με τον λαό, σκορπίστηκαν και έτσι οι εξεγερμένοι έφτασαν στην πλατεία Συντάγματος χωρίς να συναντήσουν καμιά αντίσταση. Ήταν τέτοια η ενότητα λαού και στρατού που τίποτε δεν μπορούσε να σταθεί απέναντί της. Μάλιστα εκείνη την εποχή αναφέρεται ότι σαν απάντηση στις ζητωκραυγές του πλήθους, Ζήτω ο λαός και ο στρατός!, όλοι αδέρφια!, κάποιος είχε την έμπνευση και φώναξε, Ζήτω ο στρατόλαος, μωρέ! Κι από τότε όλοι άρχιζαν να φωνάζουν Στρα-τό-λα-ος, Στρα-τό-λα-ος!
 
Είχε αρχίσει να ξημερώνει πια και ο λαός που τώρα ξεπερνούσε κατά πολύ τις 5.000, αλλά καμιά αναφορά δεν συμφωνεί στον αριθμό, προχωρά και καταλαμβάνει το παλάτι. Χωροφύλακες, χαφιέδες, «εθελοντές», αυλικοί, όλοι τους άφαντοι. Ο λαός δεν πείραξε κανένα.

 Ο «όχλος» όπως τον χαρακτήριζαν οι αντιδραστικοί της εποχής, σεβάστηκε τις ζωές των αντιπάλων του, αλλά και τον πλούτο του παλατιού. Όταν κατέλαβαν το παλάτι, αυτό που έκαναν ήταν να ξεσκίσουν τα πορτρέτα της Αμαλίας και του Όθωνα, καθώς και τις προτομές τους. Ο λαός «ποδοπάτησε τα βασιλικά εμβλήματα, αλλά δεν πήρε ούτε μια καρφίτσα από το παλάτι,» [2] όπως αναφέρει ο Γ. Κορδάτος, αλλά και πολλοί αυτόπτες μάρτυρες του γεγονότος.

Οι εξεγερμένοι βγαίνουν από το παλάτι και συνεχίζουν την πορεία τους από την πλατεία Συντάγματος προς την πλατεία Όθωνος, που αργότερα μετονομάστηκε σε πλατεία Ομονοίας. Δεν είχε ακόμη καλά-καλά ξημερώσει και τα περισσότερα μαγαζιά της πρωτεύουσας είχαν ανοίξει με τους μαγαζάτορες να συμμετέχουν στο πανηγύρι της επανάστασης που είχε επικρατήσει. Το ίδιο και τα σπίτια. Φωταγωγημένα και ανοιχτά σαν να γιόρταζαν μια ασυνήθιστα μεγάλη εθνική γιορτή.

Ο Λάμβδας με εμπορικό στην Ερμού, παρασυρμένος κι αυτός από τον επαναστατικό ενθουσιασμό που έβλεπε γύρω του, αρχίζει να μοιράζει τσάμπα στο πλήθος κόκκινα πανιά και κορδέλες. Σε ελάχιστο χρόνο εξεγερμένοι πολίτες και στρατιώτες άρχισαν να φέρουν κόκκινα περιβραχιόνια, κόκκινες κορδέλες και σημαίες ως έμβλημα της επανάστασης μαζί με την ελληνική σημαία. Ο πολεμικές σημαίες των ταγμάτων που τώρα πια είχαν προσχωρήσει ανοιχτά στην επανάσταση στολίστηκαν με κόκκινη κορδέλα. Πολλά σπίτια δίπλα στην ελληνική σημαία, ανάρτησαν και την κόκκινη.

Όχι, δεν ήταν κομμουνιστική η επανάσταση και μάλιστα «πρωτοκομμουνιστική», όπως την χαρακτήριζε ο λογοκριτής στην χούντα και δεν επέτρεπε ούτε καν να αναφερθούν σ’ αυτήν τα σχολικά βιβλία, ή οι επίσημες επαίτιοι. Το κόκκινο ήταν το χρώμα των Γαριβαλδινών και η επιρροή τους στις πολιτικές ζυμώσεις της Ελλάδας εκείνο τον καιρό ήταν σημαντική. Όμως για τον πουλημένο «εθνικόφρονα» της εποχής του μοναρχοφασισμού, τι Γαριβαλδι, τι Ροβεσπιέρος, τι Λένιν, όλοι τους «μιάσματα».

Η διαδήλωση τελικά καταλήγει στην Παλιά Καζάρμα όπου το ορεινό πυροβολικό του Παπαδιαμαντόπουλου παρέμενε στις θέσεις του, αν και η επέμβασή του ήταν αχρείαστη. Εκεί συντάσσεται το Ψήφισμα της Επανάστασης και διαβάζεται στο πλήθος από τον ίδιο τον Παπαδιαμαντόπουλο ανεβασμένο πάνω σ’ ένα κιλλίβαντα ορεινού πυροβόλου. 

Το Ψήφισμα είχε συντάξει ένα νέος επαναστάτης, ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης και απαιτούσε την εκδίωξη της δυναστείας του Όθωνα, όριζε προσωρινή κυβέρνηση και ανακοίνωνε ότι «εθνική συνέλευσις συγκαλείται αμέσως προς σύνταξιν της πολιτείας και εκλογήν ηγεμόνος.»

Στην προσωρινή κυβέρνηση πρόεδρος του υπουργικού συμβουλίου εκλέχτηκε ο Δ. Βούλγαρης. Στην πλειοψηφία τους τα μέλη της προσωρινής ήταν οι παλιοί κομματάρχες της αντιπολίτευσης, οι οποίοι είδαν την επανάσταση να πετυχαίνει, αμέσως βγήκαν από τις κρυψώνες τους και έτρεξαν να την πάρουν στα χέρια τους. Και τα κατάφεραν σχετικά εύκολα.  

Βλέπετε τότε είχαν μεγάλη ιδέα για τους επαγγελματίες πολιτευτές, που δήθεν μόνο αυτοί ήξεραν πώς να κουμαντάρουν το καράβι. Έπαιζε μεγάλο ρόλο να είσαι επώνυμος στις κοσμικές και κοινοβουλευτικές σελίδες των εφημερίδων και να διαβάζει για σένα το πόπολο. Χωρίς αυτούς, χωρίς τους μεγάλους και επώνυμους της αντιπολίτευσης τι σόι επανάσταση θα έκανε ο λαός; 

Μόλις ο στρατόλαος νίκησε και επιβλήθηκε, αντί οι ηγέτες που είχαν αναδειχθεί ανάμεσά τους να συντάξουν το ψήφισμα της επανάστασης, κάλεσαν τους παλιούς γνωστούς κομματάρχες της αντιπολίτευσης να αναλάβουν, ως επαγγελματίες πολιτικοί, τα ινία της χώρας.

Κι έτσι η επανάσταση νωθεύτηκε από την αρχή. Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, έγραφε: «Πριν εκ της οικίας μου μεταβώ εις τον στρατώνα του πυροβολικού, μείνας ολίγας στιγμάς μόνος, έρριψα τας περί πρακτέου ιδέας μου δια την περίπτωσιν της επιτυχίας. Όταν όμως συνέταξα το ψήφισμα, παρέλειψα πολλά, απαντήσας δυσκολίας εις την άμεσον κατάργησιν της Βασιλείας, διότι αίφνης ευρέθην εν μέσω του παρελθόντος μεταξύ ανθρώπων, οίτινες δεν ενόουν την επανάστασιν. Φοβούμαι πολύ, ότι θα συμβή εκείνο όπερ προείπον κατά την συνωμοσίαν.

 Θα μετανοήσωμεν παραλαβόντες τους παλαιούς.»[3] Δεν έπεσε έξω ο Δεληγιώργης για τους «παραλαβόντες παλαιούς» πολιτευτές. Έστω κι αν όταν του δόθηκε η ευκαιρία έγινε ίδιος και χειρότερος με δαύτους.

Οι «παλαιοί» κομματάρχες δεν ήθελαν επ’ ουδενί την δημοκρατία. Δεν ήθελαν ούτε καν την έξωση του Όθωνα, απλά επιζητούσαν να τα βρουν μπροστά τους. Και φοβόντουσαν περισσότερο τον «όχλο», έτσι ονόμαζαν τον λαό, όταν δεν ήταν υπό τον δικό τους πολιτικό έλεγχο και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένοι με το να του δώσουν πολλά δικαιώματα. 

Μάλιστα πολύ γρήγορα τα βρήκαν με τις «προστάτιδες δυνάμεις», ειδικά με την Αγγλία και έτσι την δημοκρατική κατ’ ουσία Οκτωβριανή επανάσταση του ελληνικού λαού την μετέτρεψαν σε αλλαγή φρουράς ηγεμόνος.

Έτσι γίνεται πάντοτε. 

Γι’ αυτό και τώρα που το θερμόμετρο αρχίζει να ανεβαίνει, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στους κομματάρχες της αντιπολίτευσης. 

Δείτε πώς αντέδρασαν στις δηλώσεις Σαμαρά περί του πακέτου των 11,6 δις ευρώ.......
Συνέχεια του άρθρου στο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΖΑΚΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: